πατραδέλφη

πατραδέλφη
ἡ, Α
η αδελφή τού πατέρα, η θεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, -τρός + ἀδελφή (πρβλ. γυναικ-αδέλφη)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πατήρ — ο, ΝΜΑ, και πατέρας, ΝΜ 1. ο γεννήτορας, ο γονιός, ο γονέας (α. «τού πατέρα σου, όταν έρθεις, δε θα βρεις παρά τον τάφο», Σολωμ. β. «ἐπῆγεν ὁ πατέρας της εἰς κάποιον ταξίδι», Διγ. Ακρ. γ. «τοῡδε κεκλῆσθαι πατρός», Σοφ.) 2. φρ. «Πάτερ ημών» η… …   Dictionary of Greek

  • ՀՕՐԱՔՈՅՐ — (քեռ.) NBH 2 0144 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical գ. πατραδέλφη amita. Քոյր հօրն. հօրքուր ...: Ղեւտ. ՟Ժ՟Ը. 12: ՟Ի. 19: Եւս. քր. ՟Բ: Ճ. ՟Բ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”